ξηροκαμπία

ξηροκαμπία
η :

επίσκοπος ( — или δήμαρχος) πάσης ξηροκαμπίας ирон. — бездельник, дармоед


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξηροκαμπία" в других словарях:

  • ξηροκαμπία — η βλ. ξεροκαμπία …   Dictionary of Greek

  • ξεροκαμπία — και ξηροκαμπία, η [ξερόκαμπος] άνυδρη και άφορη πεδινή έκταση, ξερός κάμπος 2. φρ. ειρων. «δήμαρχος πάσης ξεροκαμπίας (ή ξηροκαμπίας)» τίτλος ή αξίωμα χωρίς καμία σημασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»